-
1 σειέμαι
(αόρ. σείστηκα)1) ходить вразвалку, враскачку; 2) качаться, колыхаться; трястись;§ σειέμαι καί λυγιέμαι — плыть павой
-
2 λυγίζω
1. μετ.1) прям., перен. гнуть, сгибать; наклонять, нагибать, склонять; преклонять; 2) муз. менять тональность (голоса); владеть (голосом); быть гибким (о голосе); 3) выгибаться, перегибаться; 2. αμετ. прям., перен. гнуться, сгибаться;τα γόνατα μου λυγίζουν — у меня ноги подкашиваются;
δεν λυγίζω — быть стойким, не поддаваться;
δεν τον λύγισαν τα βάσανα несчастья его не сломили;λυγίζομαι, λυγιέμαι — кривляться, ломаться, жеманиться;
σειέμαι και λυγιέμαι — ходить вертлявой походкой
См. также в других словарях:
σειέμαι — 1 → δες σείω 2 σείστηκα βλ. πίν. 203 Σημειώσεις: σειέμαι : στις εκφρ. σειέμαι και λυγιέμαι και σεινάμενη κουνάμενη έχει την ειδική έννοια → περπατάω καμαρωτά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σειέμαι — 1. δονούμαι: Σειέται η γη. 2. βαδίζω καμαρωτά και κουνιστά: Σειέται και λυγιέται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
σείομαι — σείομαι, σείστηκα βλ. πίν. 41 και πρβλ. σειέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής